- κούτικας
- και ακούτικας, οαυχένας, σβέρκος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. < κόττικοι «περικεφαλαίες» (Ησύχ.) ή < αρχ. κοττίς «κεφαλή, ινίο», με κώφωση (-ο- > -ου-)στον τ. ακούτικας εμφανίζεται ανάπτυξη α-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντικούτικας — ο η βάση της κεφαλής, το ινίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + κούτικας «ο αυχένας»] … Dictionary of Greek